- πυριδαζίνη
- η, Νχημ. αζωτούχα, κυκλική, αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως ορθο-διαζίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridazine < pyrid- (βλ. πυριδίνη) + azine (< az- [< azote (πρβλ. άζωτο)] + κατάλ. της χημ. ορολοίας -ine)].
Dictionary of Greek. 2013.